Αμφιλοχία:Αναζητώντας τα ίχνη μας

           Γράφει ο Βασίλης Νάκας

    Πόσο άτυχος μπορεί να είναι ένας δήμος, όταν η «πραμάτεια» του είναι τόσο πλούσια σε κάλλος και ιστορικότητα, και παρόλα αυτά δεν βρίσκεται κανείς για να την «διαλαλήσει». Καθόμαστε πάνω σε έναν αναξιοποίητο θησαυρό γνώσης, αλλά σαν κακοί κληρονόμοι τον αφήνουμε να ρημάζει και να χάνεται. Και τι περίσσεια θράσους, από τη μία να θάβεις τις ρίζες της μακράς πολιτισμικής σου συνέχειας, κι από την άλλη να προβάλλεις με εμμονή μονομανούς αγραμματοσύνης και ιδιοτέλειας τις παραφυάδες. 
    
   Έχει, πράγματι, δει αρκετές εκδόσεις ετούτος ο τόπος, εντούτοις ελάχιστες ξεπέρασαν την πρακτική του «καριοφιλιού» και του «γιουρουσιού». Η ιστοριογραφία και η λαογραφία, όμως, δεν πρέπει να αποτελούν αρματολίκι, ιδίως μάλιστα δοκησίσοφων και ερασιτεχνών. Η επιστημοσύνη απαιτεί σε βάθος έρευνα, κι όχι γαρνιτούρες και ερανίσματα που απλά αναμασούν το περιεχόμενο παλαιότερων πραγματειών και μελετών. Κι όσοι βαυκαλίζονται με τη σφραγίδα του ιστοριοδίφη, ας διαβάσουν λίγο Θουκυδίδη και Καρρ. Ίσως τότε ανακαλύψουν ότι η γνήσια ιστορική περιγραφή των γεγονότων δεν υπήρξε ποτέ μονοσήμαντη, ούτε η «καρμπόν» συγγραφή ονομάστηκε μελέτη.

   Όσο, λοιπόν, θα αρκούμαστε στην ημιμάθεια, θα παραμένουμε μέτριοι, αδυνατώντας να δώσουμε στην περιοχή μας την ώθηση, το κάτι παραπάνω για να ξεφύγει από τελματώδες ναδίρ της. Οι ιθύνοντες, άλλωστε, του δήμου ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να οικοδομήσουν το πολιτιστικό προφίλ του, να δώσουν μια ταυτότητα πολιτισμού στην πόλη. Ως αποτέλεσμα αυτών, έχουμε φθάσει στο σημείο να θεωρούμε την άρπα κόλλα δείγμα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικής δράσης.

    Νομίζω πως δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε γιατί το τουριστικό προϊόν πάντα φυτοζωούσε στον τόπο μας. Και πώς να στεριώσουν νέοι και δημιουργικοί άνθρωποι εδώ, στον δήμο όπου τίποτα δεν αλλάζει – όπου όλα, χρόνο με τον χρόνο, αποκτούν την πορώδη υφή της απολίθωσης. Διαλέγεις, λοιπόν, ζωντανός – νεκρός και ενσωματωμένος στο γενικότερο κλίμα αδράνειας και απάθειας, ή νεκρός – ζωντανός και ελευθέρας βοσκής γευσιγνώστης κάθε ναρκοληψίας;

     Πριν από αρκετό διάστημα, το 2007, στην Έκθεση Polis των δήμων και κοινοτήτων της χώρας, είχε γίνει φιλότιμη προσπάθεια για μια πιο σύγχρονη και διεξοδικότερη προβολή των ιδιαιτεροτήτων του δήμου μας. Τότε, βέβαια, στο δημαρχιακό μέγαρο υπήρχαν στελέχη με μεράκι και διάθεση για προσφορά. «Αμφιλοχία, η πόλη όπου τα μονοπάτια γίνονται σταυροδρόμι», ήταν το λογότυπο της διαφημιστικής μας εκείνης εξόρμησης, αναδεικνύοντας το μοναδικό πάντρεμα των λαβυρινθωδών σοκακιών με τους οδικούς άξονες που διασταυρώνονται στην πόλη μας. Κι αυτό, που, κατά κοινή ομολογία, είχε ξεχωρίσει τότε, ήταν ένα φυλλάδιο, σε μορφή τριπτύχου, όπου με ανάγλυφο τρόπο ανασκαλιζόταν η ιστορο-λαογραφική πορεία του τόπου μας.

      Καμία, ωστόσο, προσπάθεια δεν δύναται να καρπίσει, αν απουσιάζει η βούληση για στήριξη και συνέχισή της από εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις. Κι όταν οι υπεύθυνοι του δήμου δεν έχουν φροντίσει, τόσον καιρό, να εκδώσουν έστω έναν στοιχειώδη τουριστικό οδηγό, τότε τα σχόλια περιττεύουν. Δυσκολεύονται, μάλλον, να συλλάβουν ότι, στο σημερινό ανταγωνιστικό περιβάλλον, η διαφήμιση, ως επί το πλείστον, προκαλεί το ενδιαφέρον και προσελκύει. Έχουν, όπως φαίνεται, μπλέξει την τετραετή θητεία τους με την ελέω θεού εξουσία και αρχομανία, αλλά οι καιροί ου μενετοί – όπως θα τους έλεγαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι!

     Κι όσο οι ίδιοι θα απολαμβάνουν τη ραστώνη και τη ρέμβη τους, ας αφήσουν εμάς τους πολίτες να σκεπτόμαστε και να δρούμε και για λογαριασμό τους. Φροντίζοντας, λοιπόν, να διατηρούνται χαλαροί και φρέσκοι, να μην αγχώνονται, βρε, τα παιδιά, τους ετοίμασα και μία εισαγωγή για τον «αγνοούμενο» τουριστικό μας οδηγό – τη χαμένη μας, στην ουσία, ταυτότητα. Ας διαβάσουν, συνεπώς, τις κατοπινές γραμμές, κι ίσως εμπνευστούν να αναζητήσουν το νήμα από τα θαμμένα μας ίχνη. Αν, πάλι, αγόγγυστα διαβούν, το μέλλον θα τους έχει ήδη προσπεράσει.

    « Η σύγχρονη πόλη της Αμφιλοχίας, κτισμένη στον εσώτερο μυχό του Αμβρακικού κόλπου, μοιάζει με νύμφη που κάθε της πρόσωπο αποκαλύπτει στον επισκέπτη ή περαστικό μια νέα εμπειρία - έναν νέο προορισμό. Σκαλισμένη στις πλαγιές δύο λόφων, που την ντύνουν αμφιθεατρικά με την ανοιχτή πνοή του Αμβρακικού - πραγματική δοκιμασία της ματιάς, της φαντασίας και του νου - η Αμφιλοχία, με τα ειδυλλιακά υψώματά της, προσφέρει ένα ιδανικό πανόραμα γι’ αυτούς που αναζητούν τη μαγεία της φύσης στην καθαρότητα του λεπτοκέντητου ορίζοντα.

    Εκείνο, που συνήθως εκπλήσσει τον επισκέπτη, είναι ότι κάθε φορά η είσοδος του στην Αμφιλοχία υποκρύπτει ένα ίχνος «τυχοδιωκτισμού»: πάντα κάτι καινούργιο γεννιέται μέσα του, που αυτή η πόλη τού δημιουργεί σαν ατέρμονη αναζήτηση. Φτάνει να σταθείς στο «κατώφλι» της, έχοντας αφήσει πίσω τους ατελείωτους ορεινούς όγκους της Αιτωλοακαρνανίας, για να αισθανθείς πιο γήινος, τις αισθήσεις σου πιο γαληνεμένες, γιατί βλέπεις ότι τα τοπία, η θάλασσα, η φύση μπορούν να είναι πιο ήπια, πιο αρμονικά. Και αληθινά, η θάλασσα μοιάζει τόσο γλυκά δεμένη με το περίγραμμα του χώρου, που έχεις την εντύπωση πως κάθε φορά αδράχνεις κι ένα κομμάτι ευφορίας από τον καμβά κάποιου ζωγράφου.

  Ένας μεγάλος ποιητής είχε κάποτε γράψει ότι, σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, η πατρίδα είναι ο αναπόφευκτος προορισμός, γιατί έχει το χρώμα του ουρανού. Ανασκευάζοντας, λοιπόν, αυτά τα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, για την Αμφιλοχία, ο αναπόφευκτος προορισμός της πατρίδας είναι η θάλασσα, γιατί  καθρεφτίζει όλη την ορμή  του ουρανού ».

Νάκας Βασίλης, δημοσιογράφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου